- βερνίκωμα
- τό1) лакировка (тж. перен. ); покрытие лаком; полирование; 2) чистка (обуви); 3) см. βερνίκι 3
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βερνίκωμα — το η κάλυψη μιας επιφάνειας με βερνίκι, το στίλβωμα, το λουστράρισμα: Το ξύλινο πάτωμα αστράφτει ύστερα από το βερνίκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βερνίκωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα της χρήσης βερνικιού … Dictionary of Greek
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… … Dictionary of Greek
μπογιάτισμα — και μπογιάντισμα, το [μπογιατίζω] 1. το βάψιμο με ελαιόχρωμα ή με υδρόχρωμα 2. η στίλβωση υποδημάτων, το βερνίκωμα … Dictionary of Greek
υαλοβερνίκωμα — Το υαλώδες επίχρισμα των κεραμικών αντικειμένων, με το οποίο γίνονται υδατοστεγή. Το υ. είναι αραιός πολτός βορικοπυριτικών αλάτων, στο οποίο εμβαπτίζονται τα αντικείμενα που πρόκειται να υαλοβερνικωθούν. Ο πολτός αυτός εισχωρεί σε ελάχιστο βάθος … Dictionary of Greek
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek
αφλεκτοποίηση — Επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η ξυλεία κατασκευών ή άλλο υλικό εργασίας που καίγεται εύκολα, όπως τα πριονίδια, το ψαθί, οι ρητίνες κλπ., για να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο ανθεκτικό στη φωτιά. Οι τρόποι που χρησιμοποιούνται είναι: 1.… … Dictionary of Greek
βερνίκωση — η το βερνίκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυάλισμα — το το βερνίκωμα, το λουστράρισμα: Το τραπέζι θέλει γυάλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουστράρισμα — το, ατος το γυάλισμα, το βερνίκωμα: Έδωσα τα παπούτσια για λουστράρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)